Ο Κόσμος της Κύπρου.

Για το πρώτο μου κείμενο και γιά την πρώτη επαφή μαζί σας μέσα από το προσωπικό μου μπλογκ (Άννα-καλύψεις ) θα ήθελα να ξεκινήσω με κάτι «πολύ Κυπριακό». Κάτι που να αποτυπώνει και να περιγράφει την αυθεντικότητα αλλά και την ελληνικότητα των ανθρώπων του τόπου μας στην μέχρι τώρα διάρκεια της Κυπριακής αγροτικής ιστορίας μας.

Αυτό κατά την γνώμη μου δεν είναι άλλο από των τεραστίων διαστάσεων πίνακα του Κύπριου ζωγράφου Αδαμάντιου Διαμαντή, το μνημειώδες έργο του,  με τίτλο  «Ο Κόσμος της Κύπρου».

Από το 1967 έως το 1972 ο Διαμαντής ζωγράφιζε το μεγαλειώδες αυτό έργο του για να το πρωτοπαρουσιάσει το 1975, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή. Ο μεγάλος πίνακας  καταγράφει τις περιηγήσεις και περιπλανήσεις του καλλιτέχνη για τουλάχιστον τριάντα χρόνια (1931-1959) στην αγροτική Κύπρο.

Αναζητώντας πρώτα ο ίδιος την ανόθευτη Κύπρο, τις αξίες της και τις αρετές του τόπου μας,  γυρίζει χωριά και κωμοπόλεις και μαζεύει για πολύ καιρό λαογραφικό υλικό. Συνδέεται φιλικά με τους ανθρώπους της υπαίθρου και γίνεται ένα με αυτούς. Γνωρίζει τα ενδιαφέροντα τους,  εν γνώσει τους , τους σκιτσογραφεί και περνά ατελείωτες ώρες καθημερινότητας μαζί τους.  Θέλει να ανήκει πρώτα ο ίδιος σ’ αυτόν τον κόσμο της Κύπρου, στον κόσμο των ονείρων του,  όπως σοφά διατυπώνει  και μετά να τον ζωγραφίσει.

«Με έχουν εντυπωσιάσει οι παραδόσεις, η γλώσσα, η ενδυμασία, η ηθική συμπεριφορά και τα έθιμα που το νησί κληρονόμησε  από τους Ομηρικούς και Αρχαϊκούς καιρούς μέσα στην μακραίωνη του Ιστορία» δηλώνει σε αφήγηση του ο Διαμαντής.  «Οι μορφές αυτές κάτι λέγουν. Μιλούν για τη σοφία του κόσμου μιας εποχής που πιέστηκε από αιώνες, που πέρασε δουλεία, σκλαβιά, στέρηση, ταπείνωση και έμεινε σιωπηλός, αφού δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ο κόσμος τραβήχτηκε στον εαυτό του, πήρε τα λιγοστά μέσα που του έδωσε, που του άφησε να κρατήσει ο δυνάστης από τα άφθονα μέσα του τόπου του. Πήρε τα μέσα αυτά τα λιγοστά και δημιούργησε μια ζωή πλέρια, κράτησε την πίστη του, ρύθμισε την ηθική του, το δίκαιο. Φύλαξε σιωπηρά το σπόρο της προσήλωσης στην φύση και στο όραμα αυτό που πάμε εμείς τώρα να χαλάσουμε με την παραφροσύνη μας, την επιπολαιότητα μας, με την απουσία κάθε συνετής σκέψης και αυτοσυγκράτησης» συμπληρώνει στην αφήγησή του.

«Ο Κόσμος της Κύπρου» είναι μια σύναξη ανθρώπων της Κυπριακής υπαίθρου σε μια πλατεία, ίσως σε κάποιο καφενείο κάπου στην Μεσαορία στη Λύση ή την Άσσια.

Το έργο έχει ένα μακρόστενο (ορθογώνιο) σχήμα με μεγάλες διαστάσεις ( 17,5m x 1,75 m) σε 11 τελάρα.

Αποτελείται από εξήντα εφτά (67) χαρακτήρες- μορφές με την παραδοσιακή κυπριακή ενδυμασία που κάθονται σιωπηροί και δείχνει να αναπολούν τα  χρόνια που πέρασαν  και να ατενίζουν τα δύσκολα χρόνια που θα έρθουν. Ο Διαμαντής με ευαισθησία, αγάπη και σεβασμό σχεδίασε μορφές από την κυπριακή ύπαιθρο, από τον αγνό κόσμο του τόπου μας και τις τοποθέτησε με ένα μοναδικό τρόπο στον καμβά του δημιουργώντας – προφητικά θα έλεγε κανείς – τον Κόσμο του τόπου μας , τον αγνό,  φιλόξενο και ταπεινό Κόσμο της Κύπρου πριν να σημαδευτεί ανεξίτηλα από την τουρκική εισβολή.  Την τουρκική εισβολή που διέλυσε την ηρεμία τους. Χωριά ολόκληρα καταστράφηκαν, άνθρωποι έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους και άλλαξαν οι συνήθειες τους.

Ο σπουδαίος Κύπριος ζωγράφος Διαμαντής διαλέγει για τη χρωματική επένδυση του έργου του τρία μόνο χρώματα. Το άσπρο και το μαύρο για τα  χρώματα της ενδυμασίας  των ανθρώπων του τόπου μας με μια απερίγραπτη λιτότητα. Το τρίτο χρώμα το  καφέ που χρησιμοποιεί συμβολίζει το χρώμα της γης , της γης που δένει τον Κύπριο χωρικό με τη ζωή του.

Στα έντεκα τελάρα (11) που αποτελούν το αριστουργηματικό έργο του Διαμαντή ο καλλιτέχνης αποτύπωσε χαρακτηριστικούς τύπους της Κυπριακής υπαίθρου, πορτρέτα, φιλικά πρόσωπα προς αυτόν  και ανθρώπους που αντιπροσωπεύουν κάτι από τούτο το θαυμαστό κόσμο της Κύπρου.

Όπως μας αποκαλύπτει ο ίδιος στο βιβλίο του « Ο κόσμος της Κύπρου -Αφήγηση»  η δημιουργία του ήταν αποτέλεσμα μιας επιτακτικής εσωτερικής ανάγκης. Στο παραπάνω βιβλίο κάνει αναφορές και περιγραφές για τους ανθρώπους που ζωγράφισε αναλύοντας και τα έντεκα τελάρα του.

Αναφορά εδώ  θα κάνουμε σε τρία τελάρα του καλλιτέχνη στον συγκεκριμένο πίνακα με την γλαφυρή περιγραφή του Διαμαντή.

«Στο τελάρο 1, ο πρώτος αριστερά που κάθεται με το τσιγάρο στο χέρι που είναι ακουμπισμένο στον αριστερό μηρό είναι ο Ταμπούλας από την Λύση. Ένας σημαντικός άνθρωπος ψηλός, γαλανός στα τελευταία του χρόνια, με κιτρινισμένο το πρόσωπο από κάποια αρρώστια. Όταν περπατούσε ήταν μεγαλοπρεπής .  Σκάλιζε σκαραβαίους και πέτρες. Γλύπτης από διάθεση. Ο γέρος πίσω από το αριστερό του χέρι, που κοιμάται είναι από την Άλωνα και ο διπλανός του άντρας που στρίβει το μουστάκι του είναι και αυτός από την Άσσια.».

 

 

« Στο τελάρο 7, η πρώτη προς τα δεξιά γυναίκα που στέκεται λίγο σκυφτή είναι καταλογισμένη  «η γυναίκα με τον σταυρό» από τον Αϊ  Γιάννη της Πιτσιλιάς. Η αυστηρότης , η λιτότης, η περίσκεψης της με έκαναν πάντα να την προσέχω. Δίπλα σεβάσμιος , αδύνατος, βαρεμένος από τα χρόνια κάθεται ο παπάς από την Βυζατζιά. Στο κεφάλι του έχει το σκουφί τυλιγμένο με το μαντίλι που έφερε από τον Άγιο Τάφο, με την παραγγελιά να του το φορέσουν όταν πεθάνει. Οι δύο άντρες προς τα αριστερά, ο ένας που διαβάζει εφημερίδα και ο άλλος δίπλα του με το ιδιόρρυθμο κεφαλόδεσμο και το άσπρο μουστάκι είναι από την Κισσόνεργα της Πάφου » αφηγείται  ο Διαμαντής.

« Στο τελάρο 10, η σημαντικότερη μορφή είναι αυτή του Θεόδωρου του βιολάρη στην Πάφο- στο Κτήμα της Πάφου. Μια μορφή που εντυπωσίασε τον καλλιτέχνη ιδιαίτερα και τον περιγράφει σαν μια διεθνή προσωπικότητα με το τσιγάρο του και το βιολί, σκελετωμένος μα ζωντανός και ξύπνιος. Δίπλα του ένας άντρας που στρίβει το μουστάκι του είναι από την Άσσια και το σπίτι στο βάθος είναι από το χωριό Λύση».